- σουν(ν)ισμός
- ο, Νο μεγαλύτερος από τους δύο μεγάλους κλάδους τού ισλαμισμού, που αναγνωρίζει τους τέσσερεις πρώτους χαλίφες ως νόμιμους διαδόχους τού Μωάμεθ, θεωρεί ως σημαντικό και πρωταρχικό στοιχείο τις απόψεις και τα έθιμα τής πλειονότητας τής κοινότητας, σε αντιδιαστολή με τις περιφερειακές ομάδες, και αντιλαμβάνεται το θεοκρατικό κράτος που δημιούργησε ο Μωάμεθ ως εγκόσμιο και χρονικά πεπερασμένο και, συνεπώς, πιστεύει ότι η ηγεσία τού Ισλάμ δεν καθορίζεται από τη θεία έμπνευση, αλλά από τις πολιτικές πραγματικότητες οι οποίες επικρατούν στον ισλαμικό κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sunnism < sunna (βλ. λ. σούν[ν]α) + κατάλ. -ism (βλ. λ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.